- ἐφέτου
- ἐφέτηςcommandermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφετοῦ — ἐφετός desirable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφετός — ἐφετός, ή, όν (ΑΜ) [εφίημι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν το αντικείμενο 2. συγχωρητός, επιτρεπόμενος αρχ. επιγρ. το ουδ.… … Dictionary of Greek